Η Αλίκη Σταματίνα Βουγιουκλάκη (20 Ιουλίου 1934 – 23 Ιουλίου 1996)
ήταν Ελληνίδα ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου, τραγουδίστρια και θεατρική επιχειρηματίας. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη μητρική γλώσσα Αλίκη Βουγιουκλάκη (Ελληνικά)
Γέννηση 20 Ιουλίου 1934 Αθήνα
Θάνατος 23 Ιουλίου 1996 (62ετών) Αθήνα
Αιτία θανάτου καρκίνος στο πάγκρεας
Τόπος ταφής Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών
Χώρα πολιτογράφησης Ελλάδα
Σπουδές
Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητα
ηθοποιός ταινιών (1954–1981)
ηθοποιός θεάτρου (1953–1996)
Περίοδος ακμής 1953 – 1996
Οικογένεια
Σύζυγος Δημήτρης Παπαμιχαήλ (1965–1975), Γιώργος Ηλιάδης (1982–1983)
Σύντροφος Νάσος Μπότσης, Κώστας Σπυρόπουλος, Βλάσσης Μπονάτσος, Νικόλαος Μομφεράτος, Μάριος Πλωρίτης
Τέκνα
Γιάννης Παπαμιχαήλ
Αδέλφια
Τάκης Βουγιουκλάκης
Αντώνης Βουγιουκλάκης
Πλατεία Μαβίλη
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη έκανε το θεατρικό της ντεμπούτο το 1953 ενώ ήταν δευτεροετής μαθήτρια της Δραματικής του Εθνικού, ενώ τον επόμενο χρόνο πραγματοποίησε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο. Πρωταγωνίστησε σε 42 κινηματογραφικές ταινίες, μεταξύ των οποίων και ορισμένες διεθνείς παραγωγές, οι περισσότερες των οποίων έγιναν τεράστιες εισπρακτικές επιτυχίες, καταφέρνοντας να εκτινάξουν την καριέρα της στα ύψη και να της αποδοθεί ο χαρακτηρισμός της «εθνικής σταρ» της Ελλάδας.
Βιογραφία
Η Αλίκη Σταματίνα Βουγιουκλάκη γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου 1934 στο Μαρούσι Αττικής από τον Ιωάννη Βουγιουκλάκη, δικηγόρο και πρώην Νομάρχη Αρκαδίας (8/1941 – 6/1943) και την Αιμιλία Κουμουνδούρου. Οι γονείς της παντρεύτηκαν στις 22 Οκτωβρίου 1933. Κατάγεται από το χωριό Λάγια της Μάνης. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ο πατέρας της ήταν νομάρχης, διορισμένος από την κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου, και δολοφονήθηκε το 1943 από μέλη του ΕΛΑΣ. Ο θάνατος του πατέρα της στοίχισε πολύ, δεν είχε πλέον την πατρική στοργή και η μητέρα της ανέλαβε μόνη της υπό αντίξοες συνθήκες να μεγαλώσει τα τρία της παιδιά: την Αλίκη (1934-1996), τον Αντώνη (1936) και τον Τάκη (1939-2021).
Καριέρα
Το 1952, έδωσε κρυφά από την οικογένειά της εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, από την οποία αποφοίτησε τρία χρόνια μετά με Λίαν Καλώς, χάνοντας το αριστείο λόγω της αυστηρής βαθμολόγησης του Δημήτρη Χορν. Προτού ακόμη αποφοιτήσει από τη Σχολή ξεκίνησε τη σταδιοδρομία της στο θέατρο. Στον πρώτο της θεατρικό ρόλο υποδύθηκε τη Λουιζόν στο έργο Ο κατά φαντασίαν ασθενής του Μολιέρου το 1953, ενώ η πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση έγινε στην ταινία Το ποντικάκι το 1954. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής της στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου συμμετείχε χωρίς επίσημη άδεια της Σχολής στην παράσταση Ρωμαίος και Ιουλιέτα, όπου κλήθηκε να αντικαταστήσει εκτάκτως την Άννα Συνοδινού, αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές. Ωστόσο, λόγω του ότι φοιτούσε ακόμη συζητήθηκε από τον σύλλογο των διδασκόντων της Σχολής η περίπτωση της αποπομπής της. Ο Καρθαίος είχε ισχυριστεί πως δέχθηκε την επίσκεψη της θείας του Νίκου Χατζίσκου, η οποία του ζήτησε να επιτρέψει ως διευθυντής της Σχολής να παίξει η Βουγιουκλάκη στις παραστάσεις του Εθνικού Κήπου. Ο διευθυντής είπε πως ο κανονισμός της Σχολής δεν το επέτρεπε, κάτι που δεν διαβιβάστηκε σωστά στη Βουγιουκλάκη, η οποία παραπλανήθηκε και χωρίς να αντιμετωπίσει το ζήτημα υπεύθυνα, συμμετείχε στις παραστάσεις. Η Βουγιουκλάκη αιτήθηκε συγχώρεση από το συμβούλιο των καθηγητών, επικαλούμενη πως στο παρελθόν είχε αρνηθεί πρόταση συμμετοχής της σε παράσταση του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη. Τελικά ο Καρθαίος πρότεινε την επιεική κρίση της, κάτι στο οποίο συμφώνησε και ο Δημήτρης Ροντήρης. Σύντομα καθιερώθηκε στον χώρο λόγω της εξαιρετικής δημοτικότητας που απέκτησε στο ευρύ κοινό.
Το 1960, κέρδισε το βραβείο ερμηνείας Α’ γυναικείου ρόλου στο 1ο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία της στην ταινία Μανταλένα, σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου, ενώ η ίδια ταινία εκπροσώπησε την Ελλάδα στο διεθνές κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών, όπου άφησε πάρα πολύ καλές εντυπώσεις. Στο ίδιο φεστιβάλ βραβεύτηκε στο αναδρομικό αφιέρωμα (ρετροσπεκτίβα) η ταινία του 1959 Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο, όπου επίσης πρωταγωνιστούσε η Αλίκη.
Το 1961, η Βουγιουκλάκη συγκρότησε τον δικό της θίασο, με τον οποίο ανέβασε εκείνο τον χειμώνα το έργο Ωραία μου κυρία, ξεκινώντας από τη Θεσσαλονίκη. Το 1962 ανέβασε το Καίσαρ και Κλεοπάτρα του Τζορτζ Μπέρναρντ Σω με γνωστούς συμπρωταγωνιστές και μουσική επιμέλεια του Μάνου Χατζιδάκι, εντούτοις η παράσταση δεν πήγε καλά, επηρεασμένη από δυσμενείς κριτικές στον Τύπο, και κατέβηκε πολύ σύντομα. Ακολούθησαν με μεγαλύτερη επιτυχία τα έργα Χτυποκάρδια στο θρανίο το 1962 (η πασίγνωστη κινηματογραφική μεταφορά έγινε το 1963), Περάστε την πρώτη του μηνός το 1963 κ.ά.
Το 1963, θέλοντας να δώσει διεθνή ώθηση στην καριέρα της πρωταγωνίστησε με Βρετανούς συμπρωταγωνιστές στην αγγλόφωνη ταινία Aliki my love (στην Ελλάδα προβλήθηκε το 1964 ως Αλίκη), η οποία όμως δεν είχε την προσδοκώμενη επιτυχία. Αργότερα γνωρίστηκε με τον Φιλοποίμενα Φίνο και άρχισε μια μόνιμη συνεργασία με την εταιρεία του, τη Φίνος Φιλμ. Μαζί έκαναν μερικές από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες του ελληνικού κινηματογράφου, ανάμεσά τους τις ταινίες: Αστέρω, Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο, Μανταλένα, Το κλωτσοσκούφι, Η Αλίκη στο ναυτικό, Η Λίζα και η άλλη, Η ψεύτρα, Το δόλωμα, Η αρχόντισσα κι ο αλήτης, Η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά, Η νεράιδα και το παλικάρι, Υπολοχαγός Νατάσσα, Η κόρη του ήλιου, Η Μαρία της σιωπής, Ένα αστείο κορίτσι, Σ’ αγαπώ κ.ά. Επιπλέον, πρωταγωνίστησε σε δημοφιλείς ταινίες άλλων εταιρειών όπως: Μοντέρνα Σταχτοπούτα, Η σωφερίνα, Χτυποκάρδια στο θρανίο, Το πιο λαμπρό αστέρι, Η κόρη μου η σοσιαλίστρια, Αχ! Αυτή η γυναίκα μου, Διπλοπενιές κ.ά. Οι κινηματογραφικοί ρόλοι άλλοτε της χαριτωμένης σκανδαλιάρας μαθήτριας, άλλοτε του πλουσιοκόριτσου που επαναστατεί εναντίον του πλούσιου πατέρα της, άλλοτε της φτωχής και ασήμαντης κοπέλας που καταφέρνει να ανέβει κοινωνικά, να επιτύχει και να δοξαστεί, είχαν και συνεχίζουν να έχουν μεγάλη απήχηση στο κοινό, εξασφαλίζοντας στην ηθοποιό σπάνια δημοτικότητα, ενώ η ταινία Υπολοχαγός Νατάσσα ήταν η μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου για τρεις δεκαετίες, με τις δύο επόμενες εισπρακτικές κινηματογραφικές επιτυχίες να ανήκουν επίσης στην Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Η σημαντική εμπορική κάμψη που σημείωσε από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 ο ελληνικός κινηματογράφος ώθησε την Αλίκη να ασχοληθεί σχεδόν αποκλειστικά με το θέατρο, ανεβάζοντας συνολικά πάνω από 53 θεατρικές παραστάσεις. Το 1975 άλλαξε τον μέχρι τότε τρόπο ανεβάσματος των μιούζικαλ, φέρνοντας στην Ελλάδα τα μιούζικαλ-υπερπαραγωγή, με το έργο του Νιλ Σάιμον Καμπίρια. Ανέβασε επίσης με τεράστια επιτυχία και άλλα έργα του είδους, όπως τα Καμπαρέ, Ωραία μου κυρία, Εύθυμη χήρα, Άννυ, Εβίτα, Βίκτωρ-Βικτώρια, και τελευταίο το μιούζικαλ Η μελωδία της ευτυχίας.
Προσωπική ζωή
Ο Αλέξης Σολομός, δάσκαλός της στη Δραματική Σχολή, υπήρξε ο πρώτος της μεγάλος έρωτας.
Γύρω στο 1960 έζησε ένα κρυφό ειδύλλιο με τον διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο.
Στις 18 Ιανουαρίου 1965 παντρεύτηκε τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, συμφοιτητή της στη Δραματική Σχολή, ο οποίος –όπως η ίδια εξομολογήθηκε αργότερα– ήταν ένα μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή της. Κουμπάροι ήταν ο Βίκτωρ Μιχαηλίδης, ο Θεοφάνης Δαμασκηνός και ο Δημήτρης Μακρίδης. Το γλέντι που ακολούθησε άφησε εποχή. Οι δυο τους πρωταγωνίστησαν σε πολλά κινηματογραφικά και θεατρικά έργα, από τα πιο εμπορικά και πετυχημένα στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Στις 4 Ιουνίου 1969 γεννήθηκε ο γιος τους, Γιάννης. Στις 5 Ιουλίου 1975 οι δύο ηθοποιοί πήραν διαζύγιο λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων.
Η Αλίκη έκανε έναν δεύτερο γάμο, παντρεύτηκε έπειτα από πέντε χρόνια σχέσης τον Κύπριο επιχειρηματία Γιώργο Ηλιάδη στις 25 Ιανουαρίου 1982, ωστόσο ο γάμος αυτός δεν κράτησε πολύ κι έμεινε μυστικός ακόμα και χρόνια μετά τη λήξη του. Ο γάμος τελέστηκε στο παρεκκλήσι του Μητροπολιτικού Ναού Αθηνών και το αποκάλυψε το 1993 η ίδια σε συνέντευξή της στον Νίκο Χατζηνικολάου στην τηλεοπτική εκπομπή Ενώπιος ενωπίω. Στην παράσταση Εβίτα την περίοδο 1981-1982 γνώρισε τον Βλάσση Μπονάτσο, η σχέση με τον οποίο διήρκεσε από τον Απρίλιο του 1982 μέχρι τον Δεκέμβριο του 1987, σύμφωνα με τα περιοδικά της εποχής. Τελευταίος σύντροφος της ζωής της για οκτώ χρόνια (1988-1996) ήταν ο ηθοποιός Κώστας Σπυρόπουλος.
Θάνατος
Μετά από δύο μήνες νοσηλείας, η Αλίκη Βουγιουκλάκη πέθανε στις 23 Ιουλίου 1996 σε ηλικία 62 ετών στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών από καρκίνο στο ήπαρ (επίσημη αιτία θανάτου ήταν το ηπατικό κώμα, στο οποίο είχε περιπέσει τις τελευταίες ώρες). Ακολούθησε διήμερο λαϊκό προσκύνημα της σορού της στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών. Στις 24 Ιουλίου 1996 εψάλη η νεκρώσιμη ακολουθία στον Καθεδρικό Ναό Αθηνών και η ταφή της πραγματοποιήθηκε την επομένη στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη, παρουσία πολλών συναδέλφων της και πλήθους κόσμου, που έδωσε στην κηδεία τη μορφή λαϊκού προσκυνήματος.
Τα οστά της έχουν μεταφερθεί στο οστεοφυλάκιο καλλιτεχνών του πρώτου νεκροταφείου Αθηνών
Κριτικές
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη ήταν εξαιρετικά δημοφιλής ηθοποιός, η δημοφιλέστερη επί ελληνικού εδάφους. Οι ρόλοι της είχαν μεγάλη απήχηση στο κοινό, το οποίο τη στήριζε συνεχώς. Η ταινία Υπολοχαγός Νατάσσα θεωρείται η μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία στον ελληνικό κινηματογράφο, ενώ η Αλίκη Βουγιουκλάκη πρωταγωνιστούσε επίσης στη δεύτερη και στην τρίτη. Σήμερα θεωρείται μια από τις πιο δημοφιλείς ηθοποιούς του θεάτρου και του κινηματογράφου με ταινίες οι οποίες αγαπήθηκαν από τέσσερις διαφορετικές γενιές και συνεχίζουν να αποκτούν νέο κοινό, ακόμα και μετά τον θάνατό της. Με την πάροδο των χρόνων η Αλίκη Βουγιουκλάκη ξέφυγε από τη σφαίρα του απλού ηθοποιού/καλλιτέχνη και έγινε το σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής. Το 1959 η δημοσιογράφος/χρονογράφος της εφημερίδας Η Καθημερινή Ελένη Βλάχου της έδωσε το προσωνύμιο «εθνική σταρ» της Ελλάδας, το οποίο την ακολούθησε έκτοτε.
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη έχει χαρακτηριστεί από πολλούς κριτικούς, δημοσιογράφους, αλλά και από διεθνείς καταξιωμένους Έλληνες σκηνοθέτες, όπως ο Κώστας Γαβράς, ως ένα πανευρωπαϊκό, αν όχι παγκόσμιο φαινόμενο, διότι καμία άλλη ηθοποιός δεν ήταν τόσο αγαπητή και δημοφιλής στο κοινό μιας χώρας για τόσο μεγάλη χρονική περίοδο όσο εκείνη.
Η επιλογή της Αλίκης να υπηρετήσει έως το τέλος της καριέρας της την εικόνα που την καθιέρωσε στο μεγάλο κοινό και να μην δοκιμαστεί έντονα σε ρόλους του μεγάλου, κλασικού ρεπερτορίου, ήταν ο κύριος λόγος που αμφισβητήθηκε από το πιο επιλεκτικό και απαιτητικό κοινό, με ακραίες ενίοτε αντιδράσεις, όπως την ισοπεδωτική κριτική για το ανέβασμα της Αντιγόνης στην Επίδαυρο. Διάφοροι κριτικοί είχαν επιφυλάξεις, κυρίως λόγω της ταύτισής της με τους στερεότυπους ρόλους που εισήγαγε και όχι με το ταλέντο ή τον επαγγελματισμό της, τα οποία παραδέχονταν.
Στην εκπομπή/ντοκιμαντέρ του τηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΪ Μεγάλοι Έλληνες (που βασίστηκε στην αντίστοιχη παραγωγή του αγγλικού τηλεοπτικού σταθμού BBC) και που προβλήθηκε το 2009, η Αλίκη Βουγιουκλάκη συμπεριλήφθηκε στη λίστα μετά από ψηφοφορία, καταλαμβάνοντας την 88η θέση.
Τραγούδια
Σημαντικότατο κεφάλαιο της καριέρας της Αλίκης Βουγιουκλάκη αποτέλεσαν τα τραγούδια που ερμήνευσε ως ηθοποιός, τόσο στις κινηματογραφικές της ταινίες, όσο και στις θεατρικές της παραστάσεις. Οι κορυφαίοι Έλληνες συνθέτες και στιχουργοί όπως οι Σταύρος Ξαρχάκος, Μίμης Πλέσσας, Μάνος Λοΐζος, Γιάννης Μαρκόπουλος, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Νίκος Γκάτσος, Θάνος Μικρούτσικος, Γιώργος Ζαμπέτας, Μίκης Θεοδωράκης, Δήμος Μούτσης, Νίκος Μαμαγκάκης, Σταμάτης Κραουνάκης, Λίνα Νικολακοπούλου, Γιώργος Χατζηνάσιος, Γιώργος Κατσαρός, Γιάννης Ξανθούλης κ.ά., με κορωνίδα τον Μάνο Χατζιδάκι, έντυσαν μουσικά/στιχουργικά τα κινηματογραφικά και θεατρικά της έργα.
Ο πρώτος χρυσός δίσκος που δόθηκε στην ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας ήταν αυτός με τα τραγούδια από την ταινία Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο, σε μουσική του Μάνου Χατζιδάκι και ερμηνεύτρια την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Οι 75.000 δίσκοι που πουλήθηκαν αποτέλεσαν ρεκόρ. Στα τραγούδια της εν λόγω ταινίας ανήκουν τα πολύ γνωστά Το γκρίζο γατί (Νιάου, νιάου βρε γατούλα) και Έχω ένα μυστικό (Μ. Χατζιδάκι – Αλ. Σακελλάριου).
Ο Χατζιδάκις και η Βουγιουκλάκη συνεργάστηκαν και στις ταινίες Το κλωτσοσκούφι (1960), Μανταλένα (1960), Η Αλίκη στο ναυτικό (1961), Η Λίζα και η άλλη (1961), Αλίκη (1963) και Χτυποκάρδια στο θρανίο (1963). Το τραγούδι Μια περιπέτεια στη Νότιο Καρολίνα (1959) είναι το μοναδικό σόλο τραγούδι της Βουγιουκλάκη, σε μουσική και στίχους του Χατζιδάκι, που δεν έχει κινηματογραφικές ή θεατρικές καταβολές. Με τον Μάνο Χατζιδάκι συνεργάστηκαν δισκογραφικά και το 1970, στο άλμπουμ του συνθέτη Επιστροφή, σε στίχους του Νίκου Γκάτσου, όπου η Αλίκη πραγματοποιεί έκτακτη συμμετοχή, αφού τα τραγούδια του δίσκου ερμηνεύουν κυρίως ο Γ. Μπιθικώτσης και η Δ. Γαλάνη. Το τραγούδι στο οποίο συμμετέχει η Βουγιουκλάκη φέρει τον τίτλο Το Δεσποινάκι και το ερμηνεύει μαζί με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Η τελευταία φορά που συνεργάστηκαν καλλιτεχνικά ήταν στο ανέβασμα της Λυσιστράτης το καλοκαίρι του 1986 στην Επίδαυρο.
Αξιοσημείωτα είναι τα τραγούδια Θάλασσα πλατιά (στίχοι Γεωργίου Ρούσσου), Μέσα σ’ αυτή τη βάρκα (στίχοι Μάνου Χατζιδάκι), Τράβα μπρος (στίχοι Αλέκου Σακελλάριου), Ξημερώνει (στίχοι Βαγγέλη Γκούφα), Θαλασσοπούλια μου (στίχοι Ν. Γκάτσου), Κλωτσοσκούφι (στίχοι Χρήστου Γιαννακόπουλου / Αλ. Σακελλάριου) μαζί με τον Μπιθικώτση, Σ’ αγαπώ (στίχοι Αλέκου Σακελλάριου) και Ο αμαξάς (στίχοι Αλ. Σακελλάριου).
Η Βουγιουκλάκη ερμήνευσε τα τραγούδια από τα Χτυποκάρδια στο θρανίο και στην τουρκική γλώσσα, για την τουρκική εκδοχή της ταινίας.
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη ερμήνευσε κι ένα πλήθος ακόμα διαχρονικών τραγουδιών όπως: Φως της αυγής (στίχοι Βαγγέλη Γκούφα), Η νύχτα (στίχοι Ν. Γκάτσου), Ο Λευτέρης (Σταύρου Ξαρχάκου – Ν. Γκάτσου), Κατερίνα, Ξανθομαλλού, Ήλιος πάνω, ήλιος κάτω (Γιάννη Μαρκόπουλου – Λ. Παπαδόπουλου), Βαρκαρόλα (Στ. Ξαρχάκου – Β. Γούφα), Στον ήλιο του μεσημεριού, Αλητάκι μπατιράκι και Η αγάπη θέλει δύο μαζί με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, Άναψε μέσα μου φωτιά (Ν. Μαμαγκάκη – Ντίνου Δημόπουλου), Μου αρέσουνε τ’ αγόρια και Άστο το χεράκι σου (Κώστα Καπνίση – Α. Σακελλάριου), Νανούρισμα (Μάνου Λοΐζου – Λ. Παπαδόπουλου), Πόσο σ’ αγαπώ (Μ. Λοΐζου – Λ. Παπαδόπουλου), Χάλι γκάλι, Το φεγγαράκι, Το τιμόνι (Γεράσιμου Λαβράνου – Α. Σακελλάριου), Σήκω χόρεψε συρτάκι, Η Κυριακή, Δημήτρη μου, Είναι το στρώμα μου μονό (Γιώργου Ζαμπέτα), Γείρε στην πέτρα (Γιώργου Κατσαρού – Πυθαγόρα) μαζί με τον Δ. Παπαμιχαήλ, Γεννήθηκα στον Πειραιά (Γ. Κατσαρού – Πυθαγόρα), Ποιος, ποιος, ποιος (Γ. Κατσαρού – Πυθαγόρα), Υπάρχει πάντα ένα τραγούδι (Κώστα Καπνίση – Νίκου Φώσκολου), Αλίμονο στα νιάτα μου (Ν. Καλλίτση – Κ. Λιακάκου) μαζί με τον Δ. Παπαμιχαήλ, Όσα δώσεις στην αγάπη (Ν. Καλλίτση – Κ. Λιακάκου), Είπα κι εγώ (Δ. Μούτση -Λ. Παπαδόπουλου), Άσπρο περιστέρι σ’ αγαπώ (Γιώργου Χατζηνάσιου) κ.ά.
Την περίοδο 1974-75 η Αλίκη Βουγιουκλάκη ανέβασε την παράσταση Μαντώ Μαυρογένους του Γεωργίου Ρούσσου, τη μουσική της οποίας υπέγραφε ο Μίκης Θεοδωράκης, όπως και τη μουσική για την παράσταση της Αντιγόνης το 1990.
Το 1983-84 η Αλίκη ανέβασε το μιούζικαλ Βίκτωρ – Βικτώρια του Σίντσελ. Τη μουσική για την παράσταση έγραψε ο Θάνος Μικρούτσικος.
Το 1989 ανέβασε την παράσταση Σίρλεϊ Βάλενταϊν, ερμηνεύοντας δύο τραγούδια των Κραουνάκη – Νικολακοπούλου, τα Δεσποινίς Βάλενταϊν και Το σπίτι αυτό. Την ίδια χρονιά συμμετείχε στο δ
ίσκο Δεν έχω ιδέα των ίδιων δημιουργών, που περιελάμβανε Το τραγούδι της Αλίκης, το οποίο γράφτηκε για εκείνη.